Ακόμη ένα πλήγμα στον τουρισμό της χώρας, τον μοναδικό τομέα που αντιστέκεται στην κρίση, αποτελεί η απόφαση για επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών με τους ισχύοντες όρους. Η παράταση μάλιστα της σύμβασης του ΔΑΑ περιλαμβάνεται στη λίστα του υπουργείου Οικονομικών με τις αποκρατικοποιήσεις που πρέπει να προχωρήσουν άμεσα, με αποτέλεσμα τη διατήρηση των ιδιαίτερα ακριβών τελών αεροδρομίου, που καθιστούν το «Ελ. Βενιζέλος» μη ελκυστικό για νέες αεροπορικές εταιρείες. Οι προσδοκίες του παρελθόντος που ήθελαν την Αθήνα να μετατρέπεται σε κόμβο της νοτιοανατολικής Ευρώπης αποτελεί πλέον άπιαστο όνειρο με την ελληνική κυβέρνηση να παραχωρεί γενναιόδωρα τον ρόλο αυτό στην Κωνσταντινούπολη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα των όρων παραχώρησης του ΔΑΑ στη διαχειρίστρια εταιρεία, τα τέλη χρεώσεων του «Ελ. Βενιζέλος» ανά πτήση ανέρχονται σε 4.165 ευρώ (για αεροσκάφος A320 με 100 επιβάτες), έναντι μόλις 1.635 ευρώ που κοστίζει αντιστοίχως στο αεροδρόμιο Ατατούρκ της γειτονικής Κωνσταντινούπολης. Το ελληνικό κράτος φαίνεται ότι έβαλε τρικλοποδιά στον εαυτό του, καθώς προχώρησε σε περιορισμό της χρονικής διάρκειας της αρχικής σύμβασης που είχε υπογραφεί επί υπουργίας Στέφανου Μάνου το 1993 και προέβλεπε εκμετάλλευση του αεροδρομίου από τον ιδιώτη για 50 χρόνια (45 χρόνια λειτουργίας). Ενα χρόνο αργότερα όμως ο Κώστας Λαλιώτης περιόρισε τον ορίζοντα απόσβεσης της επένδυσης στα 30 έτη (25 χρόνια λειτουργίας) απογειώνοντας ουσιαστικά το κόστος λειτουργίας του «Ελ. Βενιζέλος».

Αποτέλεσμα της σύμβασης που έχει υπογραφεί μεταξύ Δημοσίου και εταιρείας εκμετάλλευσης είναι το κράτος να εισπράττει το 78% των άμεσων εσόδων του αεροδρομίου, εντός και εκτός ισολογισμού. Η επικείμενη παράταση της σύμβασης αποτελεί την ιδανική συγκυρία βελτίωσης των όρων, ώστε να μπορεί και η εταιρεία εκμετάλλευσης να περιορίσει το κόστος λειτουργίας του αεροδρομίου προσελκύοντας νέους αεροπορικούς παίκτες σε καλύτερες τιμές.

Μπορεί η διοίκηση του αεροδρομίου να προχωρά σε πακέτα προσφορών για νέες αεροπορικές εταιρείες με εκπτώσεις σε τέλη προσγείωσης και στάθμευσης, ωστόσο οι διευκολύνσεις αυτές δεν επαρκούν. Παράλληλα το χαμηλό κόστος χρήσης των περιφερειακών αεροδρομίων που δεν φημίζονται -σε αντίθεση με το «Ελ. Βενιζέλος»- για την υψηλού επιπέδου ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, δημιουργεί έναν ισχυρό ανταγωνιστή ιδιαίτερα για τις χαμηλού κόστους αεροπορικές εταιρείες και τις ναυλωμένες πτήσεις (τσάρτερ). Το κράτος όμως επιμένει στη διατήρηση του υψηλού κόστους του ΔΑΑ αγνοώντας το γεγονός ότι κάθε επισκέπτης που δεν επιλέγει την Αθήνα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια 710 ευρώ για το σύνολο της οικονομίας καθώς επίσης και 250 ευρώ που δεν βρίσκουν τον δρόμο προς τα δημόσια ταμεία.

Την ίδια στιγμή ο ΔΑΑ είναι σημαντικά ακριβότερος από τα ανταγωνιστικά αεροδρόμια της υπόλοιπης Ευρώπης. Εκτιμάται ότι το «Ελ. Βενιζέλος» είναι ακριβότερο κατά 240% σε σχέση με αεροδρόμια Ισπανίας, Ιταλίας, Πορτογαλίας και Τουρκίας και κατά 350% σε σχέση με τα περιφερειακά αεροδρόμια της Ελλάδας. Κατά συνέπεια οι εταιρείες που έχουν επιλέξει ως βάση τον ΔΑΑ αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας, καθώς οι εισφορές προς το κράτος ανέρχονται στο 42%, ενώ για τα περιφερειακά αεροδρόμια δεν ξεπερνούν το 12%.

Η απόδοση του 100% των χρεώσεων του ΔΑΑ θα μπορούσαν να αποδίδονται στη διαχειρίστρια εταιρεία και να μην κατευθύνονται τα 45 εκατ. ετησίως άμεσα στο κράτος. Η μείωση κατά 50% των τελών χρήσης αεροδρομίου θα αποτελούσε ισχυρό κίνητρο προσέλκυσης νέων εταιρειών (20% αύξηση κίνησης εσωτερικού τους πρώτους 18 μήνες) παρά το γεγονός ότι το κόστος θα ήταν κατά 180% υψηλότερο από αυτό των περιφερειακών αεροδρομίων. Αποτέλεσμα θα ήταν η αύξηση του αριθμού επισκεπτών κατά 800.000 και το Δημόσιο θα ενίσχυε τα έμμεσα έσοδά του κατά 200 εκατ. ευρώ με τη μείωση των άμεσων εισφορών να περιορίζεται στα 55 εκατ. ευρώ.