Στην απόφαση να τερματίσει, κατά δύο μήνες νωρίτερα, το καλοκαιρινό πρόγραμμα πτήσεων στη χώρα μας «εξαναγκάζεται να προχωρήσει» η Ryanair, σύμφωνα με όσα λέει ο εμπορικός διευθυντής της ιρλανδικής αεροπορικής εταιρείας χαμηλών ναύλων κ. Ντέιβιντ Ο’ Μπράιεν, μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής».

Ρόλο σε αυτή την εξέλιξη παίζει και η πρόθεση της κυβέρνησης να επιβάλει νέους φόρους στο τουριστικό προϊόν, προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση.

Όπως εξηγεί, πρόκειται για μια απόφαση που ελήφθη μετά την παραδειγματική αγνόηση των προτάσεων της εταιρείας, ήδη από τις αρχές του 2014, για αύξηση της επιβατικής κίνησης, διαχρονικά από τους αρμόδιους υπουργούς.

«Εχουμε αποστείλει 25 επιστολές τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά έχουμε λάβει μόλις τρεις απαντήσεις, σε καμία όμως από αυτές δεν υπάρχει ανταπόκριση, θετική είτε αρνητική, στις προτάσεις μας».

Στις απαντήσεις δε αυτές η αναπληρώτρια υπουργός Τουρισμού κυρία Ελενα Κουντουρά δήλωσε, σύμφωνα με τον κ. Ο’ Μπράιεν, ότι οι προτάσεις της Ryanair για αύξηση των επισκεπτών κατά 5 εκατ. σε ορίζοντα τριετίας «δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της». Ο κύβος για την εταιρεία ερρίφθη μετά και την επιστολή της 18ης Μαρτίου 2016, όπου αναφερόταν μάλιστα ότι η αρχή των ακυρώσεων θα γίνει από το νησί της Κω. Ουσιαστική απάντηση επί των «επιχειρηματικών», όπως τις χαρακτηρίζει, προτάσεων δεν υπήρξε. «Τακτική με την οποία η ελληνική αγορά χάνει οκτώ πτήσεις την ημέρα δύο μήνες νωρίτερα. Ισως επειδή η υπουργός ήταν πολύ απασχολημένη με την έκθεση στο Μαϊάμι».

Οι προτάσεις που έχει διατυπώσει η αεροπορική εταιρεία περιλαμβάνουν μειωμένα τέλη και φόρους κατά τους μήνες εκτός high season, με απαλλαγή των ναύλων για τα μικρά αεροδρόμια από το Τέλος Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αεροδρομίων, που ανέρχεται σε 12 ευρώ ανά επιβάτη, καθώς και μείωσή του κατά 50% στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Εφόσον τα κίνητρα αυτά ισχύσουν για πέντε χρόνια, η Ryanair δεσμεύεται να φέρει επιπλέον 2 εκατ. επιβάτες στην Αθήνα και ακόμη 3,5 εκατ. στα περιφερειακά αεροδρόμια, εκ των οποίων τα 2 εκατ. στη χαμηλής ζήτησης περίοδο ως το 2018. Οπως λέει χαρακτηριστικά, «είναι καλύτερο να έχεις επιβάτες χωρίς φόρους, παρά φόρους χωρίς επιβάτες».

Βολές στην υπουργό Τουρισμού ρίχνει ο εμπορικός διευθυντής της Ryanair, αποκαλώντας τη μάλιστα «Μαρία Αντουανέτα της Ελλάδος», και για την έλλειψη προτάσεων για επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, στην οποία σημειώνεται ότι στοχεύει η ελληνική κυβέρνηση. «Μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση, το μόνο που ανακοίνωσε ήταν ένα πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού, το οποίο είναι εξαιρετικό για τους ωφελούμενους, όμως δεν είναι δυνατόν η στρατηγική για τον τουρισμό να περιορίζεται στην ανακύκλωση των χρημάτων των ελλήνων φορολογουμένων» σχολιάζει ο κ. Ο’ Μπράιεν.

Εκτιμώντας ότι εκτός από τη Ryanair, πολλές αεροπορικές εταιρείες θα υπερσυγκεντρώσουν πτήσεις στο πικ της σεζόν, Ιούλιο και Αύγουστο, καθώς καμία δεν είναι διατεθειμένη να επενδύσει για δημιουργία ζήτησης εκεί όπου δεν υπάρχει, χωρίς πολύ χαμηλούς ναύλους, επισημαίνει τα εξής: «Αυτό λοιπόν που θα έπρεπε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, αντί να πουλάει για 1,23 δισ. ευρώ τα αεροδρόμια, ποσό που δεν σημαίνει κάτι στην οικονομική κατάσταση που είναι η χώρα, είναι να αρπάξει τη συνδεσιμότητα και τους επιβάτες από επιχειρήσεις όπως η Ryanair».

Οσον αφορά τα περιφερειακά αεροδρόμια, μία από τις προτάσεις της Ryanair ήταν η χρηματοδότηση μελέτης σχετικά με τη χωρητικότητά τους, δεδομένου ότι βασικό επιχείρημα της ιδιωτικοποίησης ήταν οι απαιτήσεις αυξημένης δυναμικότητας. «Οι Γερμανοί αυτό που θα κάνουν θα είναι να αυξήσουν τις υποδομές, οι οποίες εκτός υψηλής σεζόν θα είναι άδειες. Κατόπιν, ως μονοπώλιο, θα αυξήσουν τα τέλη των αεροδρομίων. Αυτοί θα καταστρέψουν τον τουρισμό των νησιών προσελκύοντας περισσότερους tour operators μόνο για δύο μήνες, ενώ αυτό που πραγματικά χρειάζονται τα νησιά είναι περισσότερους επιβάτες για περισσότερους μήνες» λέει ο κ. Ο’ Μπράιεν στο «Βήμα».

Συγχρόνως, εκφράζει ανησυχίες για τη δημιουργία καρτέλ στις χρεώσεις των αεροδρομίων, δεδομένου ότι «η εταιρεία που αναλαμβάνει τα αεροδρόμια (εννοώντας τη Fraport) έχει ήδη δηλώσει ότι οι χρεώσεις θα είναι στα επίπεδα όλων των χωρών της Μεσογείου. Με λίγα λόγια, λέει ότι θα πρέπει να είναι υψηλότερες». Οπως σχολιάζει, τα αποτελέσματα του μονοπωλίου φαίνονται στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», από τα ακριβότερα αεροδρόμια της Ευρώπης.

«Παρά το γεγονός ότι η εταιρεία μας φέρνει στην Αθήνα 2,5 εκατ. επιβάτες, το αεροδρόμιο έχει 18 εκατ. επιβάτες, τη στιγμή που θα έπρεπε να έχει 30 εκατ., καθώς βρίσκεται στην καρδιά πολύ δημοφιλών τουριστικών προορισμών, ενώ το αεροδρόμιο του Δουβλίνου – πόλη μόλις 1 εκατ. κατοίκων – δέχεται 25 εκατ. επιβάτες». Η εξήγηση που δίνει ο κ. Ο’ Μπράιεν είναι ότι «έχει δοθεί στο μονοπώλιο μιας ιδιωτικής εταιρείας, όπου το κράτος φορολογεί 12 ευρώ/επιβάτη, με τα οποία χρηματοδοτεί και πάλι το αεροδρόμιο, χωρίς το ίδιο να κερδίζει κάτι».

Συνοψίζοντας, ο εμπορικός διευθυντής της Ryanair σχολιάζει ότι «είναι το λιγότερο ενοχλητικό να μην μπαίνουν στον κόπο οι αρμόδιοι να στείλουν μια απάντηση επί των προτάσεών μας, όταν για εφέτος η εταιρεία μας αντιπροσωπεύει ποσοστό 41% της αύξησης της επιβατικής κίνησης της Ελλάδας για το πρώτο εξάμηνο». Απάντηση που αν είναι αρνητική «θα εξηγεί σε εμάς τους λόγους και στην ελληνική κοινωνία γιατί αρνούνται συνολικά 10 εκατ. επιβάτες τα επόμενα τρία χρόνια» καταλήγει, αφήνοντας αιχμή ότι μοιάζουν μάλλον φοβισμένοι ότι θα προσβάλουν τους εταιρικούς τους φίλους.

«Αλλο απεργία, άλλο κλειστοί ουρανοί»

Επιθυμώντας να ξεκαθαρίσει την παρανόηση, όπως λέει, σχετικά με την καμπάνια κατά των απεργιών των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, ο κ. Ο’ Μπράιεν εξηγεί στο «Βήμα» ότι «δεν αφορά την απαγόρευση οποιασδήποτε διεκδίκησης εκ μέρους των εργαζομένων». Θέση όμως της εταιρείας είναι ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να προωθούν τα αιτήματά τους μέσω διαμεσολάβησης ή δεσμευτικής διαιτησίας που δεν συνεπάγονται «κλειστούς ουρανούς» στην Ευρώπη. Εναλλακτικά, προτείνεται να αναλαμβάνουν τον έλεγχο οι υπηρεσίες γειτονικών χωρών στη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων.

Πρωτοβουλία που ξεκίνησε με τις απεργίες στη Γαλλία, όπου από το 2009 οι ΕΕΚ έχουν απεργήσει 43 ημέρες, με αποτέλεσμα σε ένα μόνο απεργιακό διήμερο να μπει «φρένο» σε πάνω από 3.600 πτήσεις ευρωπαϊκών αεροπορικών εταιρειών και σε 500.000 επιβάτες.

Πηγή: Βήμα