Για πρώτη φορά μετά από ένα πεντάμηνο με αρνητικό πρόσημο στην πληρότητα των ξενοδοχείων της Αθήνας, τον φετινό Οκτώβριο σημειώθηκε αύξηση στη ζήτηση κατά 2,2% σε σύγκριση και με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και δόθηκε έτσι θετικό πρόσημο στην πορεία του 10μηνου 2024 (+1,6%). Από πλευράς μέσης τιμής δωματίου (ADR) ο Οκτώβριος 2024 ήταν καλύτερος κατά 9% έναντι του Οκτωβρίου 2023. Αντίστοιχα και σε επίπεδο 10μήνου η μέση τιμή σημείωσε αύξηση της τάξης του 8,9%.

Η μέση πληρότητα της Αθήνας τον Οκτώβριο 2024 (2,2%) σε σχέση με τις πόλεις – ανταγωνιστές έχει ως εξής: Στη Μαδρίτη η μέση πληρότητα αυξήθηκε κατά 3,1%, στη Ρώμη κατά 3,3%, στην Κωνσταντινούπολη κατά 9% και μόνο στην Βαρκελώνη η πληρότητα μειώθηκε κατά 3,7%. Από πλευράς μέσης τιμής δωματίου (ADR), συγκρίνοντας την μέση τιμή της Αθήνας τον Οκτώβριο του 2024 έναντι Οκτωβρίου 2023 (+9 %) και έναντι πόλεων ανταγωνιστών, παρατηρούμε ότι η μέση τιμή της Μαδρίτης αυξήθηκε κατά 5.2%, της Ρώμης κατά 2,7%, ενώ η Κωνσταντινούπολη και η Βαρκελώνη παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.

Σε επίπεδο 10μηνου 2024, συγκρίνοντας τις πόλεις της Μεσογείου Ρώμη, Βαρκελώνη, Μαδρίτη και Κωνσταντινούπολη, η πληρότητα της Αθήνας παρουσίασε μικρή αύξηση (+1,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι), ενώ η πληρότητα σε Μαδρίτη και Κωνσταντινούπολη αυξήθηκε κατά 4,7% και 6,6% αντίστοιχα. Στην Ρώμη και στη Βαρκελώνη η ζήτηση / πληρότητα παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με πέρσι. Από πλευράς Μέσης Τιμής Δωματίου (ADR), η Αθήνα σημείωσε αύξηση του ADR κατά 8,9% στο 10μηνο 2024/23, την περίοδο που η Μαδρίτη συνέχισε να καταγράφει διψήφια αύξηση της τάξης του 14,5% και η Βαρκελώνη κατά +8,1%. Η Ρώμη κέρδισε μικρή αύξηση της τάξης του 1,4%, ενώ στην Κωνσταντινούπολη σημειώθηκε μείωση του ADR κατά 7,6%.

Η Αθήνα, όπως δείχνουν τα στοιχεία, διανύει μια ενδιαφέρουσα εποχή για την δημοφιλία της και κατάφερε να βελτιώσει αρκετά τη θέση της έναντι των ανταγωνιστών της – συγκριτικά με προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή η δημοφιλία της Αθήνας που επιδρά θετικά στη ζήτηση, στην ανταγωνιστικότητα, στις τιμές, στα έσοδα, άρα και στα οικονομικά αποτελέσματα της πόλης και του κράτους, σαφώς, πρέπει να διαφυλαχθεί ‘ως  κόρη οφθαλμού’ αλλά και να ενισχυθεί.  Αυτό, αφενός επειδή επιτεύχθηκε με πολύ κόπο και μέσα από την τεράστια υπομονή και αντοχή που επέδειξε ο ξενοδοχειακός κλάδος και ο τουριστικός κόσμος στις κρίσεις και αφετέρου γιατί η ίδια η Πολιτεία οφείλει να επιστρέφει μέρος από τα ‘τουριστικά’ έσοδά της στην κοινωνία, στις επιχειρήσεις, στους προορισμούς.

”Θέλουμε λοιπόν να πιστεύουμε πως τα διάφορα τέλη (δημοτικά-διαμονής παρεπιδημούντων- τα οποία αυξήθηκαν για παράδειγμα στον Δήμο Αθηναίων, ή ‘ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ κ.λπ.) και οι εισφορές κάθε τύπου που καταθέτουν οι ξενοδοχειακές μονάδες, εξυπηρετούν κατ’ αρχήν αυτή τη φιλοσοφία – της συνεισφοράς αλλά και της ανταποδοτικότητας. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επισημαίνουμε πως με το φορολογικό Νομοσχέδιο «Μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος, φορολογικά κίνητρα για την καινοτομία και τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις» που κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων και προωθεί μεταξύ άλλων την αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας, είναι εφικτό να προϋπολογιστούν με ακρίβεια τα ποσά που ‘μετά βεβαιότητος’  θα εισπραχθούν από τα ξενοδοχεία όλων των κατηγοριών, όχι όμως και τα ποσά που ίσως να εισπραχθούν -ίσως και να μην εισπραχθούν- από ενοικιαζόμενα δωμάτια αγνώστου αριθμού και από κλίνες ‘βραχυχρόνιας μίσθωσης’ (οι οποίες επίσης δεν είναι όλες καταγεγραμμένες και όπως γνωρίζουμε -από μία μόνο πλατφόρμα του είδους- στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 770% έναντι 29% των ξενοδοχειακών κλινών κατά την περίοδο  2014-2023).  

Στο τέλος του επόμενου έτους θα είμαστε όλοι εδώ, στην αποτίμηση -τόσο των εσόδων που θα εισπραχθούν, όσο και των έργων που θα δρομολογηθούν / ανακοινωθούν «προκειμένου να καλυφθούν δαπάνες πρόληψης και αποκατάστασης φυσικών καταστροφών, έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και δαπάνες βελτίωσης των υποδομών για τη στήριξη του τουριστικού προϊόντος της χώρας»  όπως περιγράφει το Νομοσχέδιο.” αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.