Στις 9 Αυγούστου του 1978 ο πιλότος Σήφης Μιγάδης κράτησε στον αέρα με μικρή ταχύτητα το τζάμπο της Ολυμπιακής με κατεστραμμένο κινητήρα και κατάφερε να το προσγειώσει.
Θα μιλάγαμε για το μεγαλύτερο αεροπορικό δυστύχημα στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως. Χάρη στον πραγματικό ήρωα πιλότο, τον Σήφη Μιγάδη, όχι μόνο δεν θρηνήσαμε θύματα, αλλά δεν συνέβη το παραμικρό.
Για να καταλάβετε κάποια βασικά πράγματα:
Η κατασκευάστρια εταιρεία η Boeing το θεωρεί από τότε “lost”, χαμένο. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν μπορεί να διανοηθεί πως δεν συνετρίβη.
Όλη η κατάσταση πολλές φορές δοκιμάστηκε σε προσομοιωτή. Καμία μα καμία δεν «σώθηκε» το αεροπλάνο. Όλες συνετρίβη, φυσικά με πολλά θύματα.
Αυτό που κατόρθωσε ο έμπειρος πιλότος Σήφης Μιγάδης, διδάσκεται στην σχολή Ικάρων.
Κουμάνταρε ένα διώροφο τζάμπο της Boeing, τίγκα στα καύσιμα, καθώς θα πήγαινε απευθείας από την Αθήνα (και το αεροδρόμιο του Ελληνικού τότε) στη Νέα Υόρκη, γεμάτο με 374 επιβάτες (οι οποίοι δεν κατάλαβαν το παραμικρό), πετώντας εξ αρχής με κατεστραμμένο κινητήρα και σε πάρα πολύ χαμηλό ύψος. Απαγορευμένο ύψος. Πετούσε πάνω από τις ταράτσες των πολυκατοικιών, ενώ στη Συγγρού, οι επιβάτες μπορούσαν να βλέπουν τους υπαλλήλους μέσα στα γραφεία τους στα τα ψηλά κτίρια. Τους έβγαζαν μάλιστα φωτογραφίες, καθώς πίστευαν πως όλο αυτό ήταν μέρος της πτήσης.
Στις 9 Αυγούστου το 1978 λοιπόν, ένα από τα τέσσερα Boeing 747-200 της Ολυμπιακής Αεροπορίας θα πετούσε από το Ελληνικό για τη Νέα Υόρκη. Τότε τα διώροφα Boeing ήταν… επανάσταση στην αεροπλοΐα. Μαζί με τους 374 επιβάτες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Αμερικανοί τουρίστες, πετούσαν και τα 18 μέλη πληρώματος με κυβερνήτη τον κρητικό Σήφη Μιγάδη, ο οποίος είχε πάρει μέρος στη μάχη της Κρήτης και ήταν ένας από τους πιο έμπειρους. Στα 32 με ώρες πτήσεις στα τζάμπο. Συγκυβερνήτης ήταν ο Κ. Φικάρδος, στενός φίλος του Μιγάδη, με τον οποίο συνεργάστηκε πολλά χρόνια και έκαναν πολλά ταξίδια μαζί.
Όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου, στις 14:00 το μεσημέρι το αεροπλάνο- με 160 τόνους καύσιμα- μπήκε στον διάδρομο για την απογείωση, αλλά κατά την απογείωση, δεν μπόρεσε να πάρει ύψος και δεν είχε αρκετή ταχύτητα για να απογειωθεί. Πριν οι ρόδες ξεκολλήσουν από το έδαφος, ακούστηκε μια έκρηξη από τον δεξί κινητήρα, ο οποίος καταστράφηκε. Ο Μιγάδης δεν μπορούσε να σταματήσει και έδωσε εντολή στον Φικάρδο να μαζέψει τις ρόδες για να συνεχίσει, όσο αυτός έδινε μάχη να ανυψωθεί.
Με ελάχιστο ύψος κατάφερε να περάσει το πρώτο εμπόδιο, που ήταν ο λόφος “Πανί” στον Άλιμο, ο οποίος είχε ύψος 200 μέτρα. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής εκείνος πετούσε στα… 209 μέτρα.
«Έξυσε» την Interamerican στη Συγγρού
Την ώρα που στο αεροδρόμιο είχε σημάνει συναγερμός, το αεροπλάνο περνούσε λίγα μέτρα πάνω από τις πολυκατοικίες της Καλλιθέας και τη Νέας Σμύρνης, ενώ «έξυσε» το κτίριο της Interamerican στη Συγγρού.
Για να καταλάβετε το ύψος και τις αποστάσεις, μία από τις αεροσυνοδούς είχε πει πως είχαν δει σε κοντινή απόσταση τους υπαλλήλους που εργάζονταν στα γραφεία τους, οι οποίοι τους κοιτούσαν με έκπληξη. Το αεροσκάφος πετούσε με ταχύτητα μόλις 160 μιλίων σε ύψος 55 μέτρων από το έδαφος.
Ο Μιγάδης, με την εμπειρία του επέλεξε να το κρατήσει σταθερό σε οριζόντια θέση, καθώς γνώριζε πολύ καλά την αεροδυναμική. Αν και όπως είχε πει σε συνέντευξη του, παρέκαμψε πολλούς κανόνες, προκειμένου να το κρατήσει στον αέρα, δεν μπορούσε να το στρίψει και να κάνει ελιγμούς. Πήγαινε μόνο ευθεία.
Είχε αποφασίσει να το πάει στο όρος του Αιγάλεω
Είχε αποφασίσει να κινηθεί προς το όρος του Αιγάλεω, για να πέσει τουλάχιστον σε ακατοίκητη περιοχή. Η ψυχραιμία στο πιλοτήριο ήταν παροιμιώδης, το ίδιο και από τις αεροσυνοδούς, γι αυτό μάλιστα οι επιβάτες όχι μόνο δεν είχαν καταλάβει το παραμικρό, αλλά έβγαζαν και φωτογραφίες την Αθήνα. Την ίδια ώρα ο μηχανικός προσπαθούσε να φτιάξει τον κινητήρα.
Με λεπτούς χειρισμούς και μικρούς ελιγμούς ο Μιγάδης εν τέλει κατάφερε να το στρίψει και να επιστρέψει πίσω στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, με τους εργαζομένους να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Όλοι τους, από την απογείωση, πίστευαν πως θα πέσει. Δεν του έδιναν καμία ελπίδα. Το αεροπλάνο κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα, άδειασε μέρος των καυσίμων – για να ελαφρύνει- και προσγειώθηκε.
Παραλίγο να χτυπήσει τον προβολέα του γηπέδου του Πανιωνίου
Εν μέσω δίκαιων πανηγυρισμών, καθώς κανείς δεν είχε πάθει το παραμικρό, ο Μιγάδης κατέβηκε από το αεροπλάνο ανακουφισμένος και πήγε στις δυο κόρες του, που τις είχε ειδοποιήσει ένας ξάδερφος τους. Είχε δει το αεροπλάνο να πετάει λίγα μέτρα πάνω από το γήπεδο του Πανιωνίου και τούς είπε ότι παραλίγο να χτυπήσει τον προβολέα του γηπέδου και ότι έπεφτε.
Όπως είχε δηλώσει ο Μιγάδης το 1994 σε συνέντευξη του στην εκπομπή του Κώστα Παπαπέτρου “Μια στις χίλιες”: «Όσοι ζούμε μετά από αυτό, ζούμε λαθραία». Μετά την παρ΄ολίγον τραγωδία, πήρε ξανά τη θέση στο πιλοτήριο νέου αεροσκάφους και στις 18:00 το απόγευμα πέταξε με το υπόλοιπο πλήρωμα για τη Νέα Υόρκη.
Μέχρι σήμερα η Boeing θεωρεί ότι το αεροπλάνο “έπεσε”, καθώς δεν είναι δυνατόν με αυτή την ταχύτητα να μείνει στον αέρα. Αν είχε πέσει, θα ήταν η μεγαλύτερη αεροπορική τραγωδία στα ελληνικά χρονικά.