Συναντήσαμε τον Αντώνη Σταυριανό, Εκπαιδευτικό Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και υποψήφιο διδάκτωρα ΕΚΠΑ, σε μια διαφορετική συνέντευξη από αυτές που συνηθίζουμε στην εφημερίδα Airnews, κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για δηλώσεις ενός στελέχους κάποιας αεροπορικής εταιρείας, αλλά ενός από τους λίγους Έλληνες που βρέθηκαν, και μάλιστα πρόσφατα, στη φημισμένη ριψοκίνδυνη πτήση, στο ταξίδι στο Νεπάλ.
Συνέντευξη Ηλέκτρα Αλευρίτη
– Βρεθήκατε πρόσφατα σε ένα ταξίδι ζωής, στο Νεπάλ, και ήσασταν επιβάτης στην «πιο επικίνδυνη πτήση» του κόσμου, όπως έχει χαρακτηριστεί. Πώς πήρατε την απόφαση για την ανάβαση στο Έβερεστ; Πώς ήταν η ταξιδιωτική σας εμπειρία;
Από μικρό παιδί, με συγκινούσαν οι περιπέτειες και η ανακαλυπτική διάσταση της ζωής. Αυτές οι δύο συνθήκες, μετουσιώθηκαν σε ιδιαίτερα ταξίδια, μεγαλώνοντας. Ήδη, πριν το Νεπάλ, έχω βρεθεί τόσο, στην Ισλανδία, ώστε να ανακαλύψω την πεμπτουσία των αντιθέσεων πάγου και φωτιάς και τη μαγεία του «Βόρειου Σέλαος», όσο και στον Αρκτικό Κύκλο της Φινλανδίας, ώστε να ζήσω από κοντά, τον «Ήλιο του Μεσονυκτίου». Αν τώρα βάλετε στην «εξίσωση» και το γεγονός ότι λατρεύω τα βουνά και την ορειβασία, θα καταλάβετε ότι ιδιοσυγκρασιακά κάποια στιγμή θα συνέβαινε αυτό το ταξιδιωτικό «άλμα συνείδησης» στα Ιμαλάια. Γιατί, όμως, τώρα; Διότι, μπαίνοντας ηλικιακά στα 40, άρχισα να βιώνω για πρώτη φορά στη ζωή μου, την έννοια της «φθοράς του χρόνου». Μια συνθήκη πρωτόγνωρη, η οποία ερχόμενη αμέσως μετά τις καραντίνες του κορωνοϊού, με έριξε λίγο ψυχολογικά, συνεπώς μού οικοδομήθηκε η ανάγκη ενός δύσκολου ορειβατικού ταξιδιού, ώστε να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορεί να μεγαλώνω, αλλά ακόμα μπορώ…
Η ταξιδιωτική μου εμπειρία συνοψίζεται στην εξής –γνωστή στους κύκλους της ορειβατικής κοινότητας– φράση: «Δεν είναι το βουνό που κατακτάς, αλλά ο εαυτός σου». Το Everest Basecamp trek είναι ένα 12ημερο ταξίδι πάλης με τα ψυχικά και σωματικά σου όρια, μιλώντας για απλούς καθημερινούς ανθρώπους, όπως εμείς, που απλώς κάνουμε το χόμπι μας, όντας στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Είναι ένα trek 140km και σχεδόν 3.000m υψομετρικής διαφοράς, σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών, έλλειψης οξυγόνου και βασικών ειδών διαβίωσης και επαφής με μια κουλτούρα καθημερινότητας εντελώς απόμακρης από τη δική μας. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στους αφανείς ήρωες των Ιμαλαΐων, την ορεσίβια φυλή των Sherpas, όπου δίχως την καθημερινή στήριξη, βοήθεια και συμβολή τους απειροελάχιστοι άνθρωποι σε αυτόν τον πλανήτη θα βίωναν αυτά τα υψόμετρα.
Το να φτάσω στα 5.364m, ενώ το πιο κοντινό που είχα κάνει ως τότε στη ζωή μου ήταν τα 2.918,80m του Μύτικα στον Όλυμπο, για μένα ήταν μια εμπειρία την οποία θα πάρω μαζί μου στην αέναη απειρότητα του χρόνου, η οποία με αναγέννησε και με επανεκκίνησε πολυεπίπεδα. Διότι, δεν ήταν μόνο ο στόχος που επιτεύχθηκε, αλλά και η προετοιμασία προς την υλοποίησή του σε επίπεδο σωματικής εκγύμνασης και διατροφής, καθώς και η ψυχοσυναισθηματική «κεφαλαιοποίησή» του, σε επίπεδο συνέχισης της καθημερινότητας από τη στιγμή που επέστρεψα στην Αθήνα. Θα μπορούσα να σας μιλώ ες αεί και με λεπτομέρειες, όμως αξίζει να σας αναφέρω ένα από τα πολλά μηνύματα που έλαβα στα προσωπικά μου social, από ανθρώπους οι οποίοι με στήριξαν πολυεπίπεδα κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής: «Αντώνη, δεν σε γνωρίζω και δεν με γνωρίζεις, όμως πάντα θα σε ευγνωμονώ για το εξής: είμαι single mother και ο γιος μου, μου έριχνε διαρκώς ευθύνες γι’ αυτόν τον χωρισμό. Όμως οι εικόνες που μας μετέφερες μέσω instagram, μας έφεραν πιο κοντά, διότι λατρεύει τη Γεωγραφία και του κέντρισες το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να αγαπηθούμε απ’ την αρχή. Σε ευχαριστώ βαθιά ρε λεβέντη».
Συνεπώς, συνειδητοποιείτε την πολυποίκιλη διάσταση του εμπειρικού αυτού ορειβατικού, ψυχοσυναισθηματικού εγχειρήματος, όχι μόνο για εμένα, αλλά και για τον ευρύτερο κύκλο διαπροσωπικής μου αλληλεπίδρασης…
– Και πάμε τώρα στο κομμάτι της πτήσης. Γιατί έχει χαρακτηριστεί ως «η πιο επικίνδυνη πτήση στον κόσμο» και πώς το βιώσατε εσείς;
Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι μέχρι να φτάσεις στην έναρξη του trekking, έχεις να ζήσεις 3 πτήσεις. Αθήνα – Ντόχα (Κατάρ), Ντόχα – Κατμαντού (Νεπάλ) και Κατμαντού – Λούκλα (εσωτερική). Αυτή ακριβώς η τελευταία πτήση από το Ramechhap Airport, ένα αεροδρόμιο στη μέση του πουθενά στο Νεπάλ, έξι ώρες οδήγησης από το Κατμαντού μέχρι το Tenzing Hillary Airport (Lukla), αποτελεί την επονομαζόμενη «πιο επικίνδυνη πτήση στον κόσμο».
Μιλάμε για μια πτήση, μόλις 18’, η οποία, όμως, δεν συνιστάται για μη «έμπειρους» επιβάτες αεροπλάνων. Και υπάρχει πληθώρα λόγων, όπως θα καταλάβετε…
Καταρχάς, το αεροπλάνο είναι πολύ μικρό σε μέγεθος, ελικοφόρο και ο μέγιστος αριθμός επιβατών σε κάθε πτήση, δεν πρέπει να ξεπερνά τα 15 άτομα. Επιπροσθέτως, ακριβώς επειδή η πτήση λαμβάνει χώρα μέσα στα Ιμαλάια, αντιλαμβάνεστε τα διαρκή κενά αέρος εξαιτίας της ατμοσφαιρικής πίεσης και πώς αυτό αντανακλάται σε ένα μικρό αεροπλανάκι, του οποίου το μέγιστο ύψος πτήσης είναι πολύ μικρότερο από το ύψος των βουνών γύρω του, σκηνικό το οποίο οικοδομεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία θέας. Έχετε μπει ποτέ σε τρενάκι λούνα πάρκ, το οποίο τρέμει και κουνάει από την αρχή ως το τέλος ;;; Ε αυτό ακριβώς!
Επιπρόσθετα, είναι και ο διάδρομος προσγείωσης. Το ξακουστό στους αεροπορικούς κύκλους, αεροδρόμιο Lukla, στέκεται αγέρωχο στα 2.845m, έχοντας μήκος αεροδιαδρόμου 527m και πλάτος 24m, συνθήκη που το καθιστά ως ιδιαίτερα απαιτητικό και επικίνδυνο για τους πιλότους. Αν συνυπολογίσεις και το γεγονός ότι βρίσκεται στους πρόποδες βουνών 4.000 – 6000 μέτρων, όπου εκτός από την πιθανότητα σύγκρουσης, υπάρχει και η στάνταρ συνθήκη νεφοσκέπασης και πολύ λεπτού αέρα, καταστάσεις που είναι εξαιρετικά δύσκολες για την πλοήγηση του αεροπλάνου.
Last but not least, το πολύ μικρό μήκος του διαδρόμου δημιουργεί τρία επιπρόσθετα προβλήματα. Πρώτον, επειδή οι αντιστάσεις του αέρα είναι ελάχιστες και το μήκος μικρό, τα πρώτα 250m του αεροδιαδρόμου υφίστανται σε κλίση, ώστε να ανακοπεί η ταχύτητα του αεροπλάνου κατά την προσγείωση και να αυξηθεί κατά την απογείωση. Με λίγα λόγια, το αεροπλάνο προσγειώνεται, όχι σε ευθεία, όπως στα αεροδρόμια που είμαστε συνηθισμένοι, αλλά σε ανηφόρα. Δεύτερον, αυτή καθαυτή η ανύψωση του Lukla περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα. Στη μία άκρη του διαδρόμου υπάρχει ένας γκρεμός πάνω από 2.000 μέτρα, ενώ η άλλη άκρη έχει έναν συμπαγή πέτρινο τοίχο. Αυτό σημαίνει ότι το αεροπλάνο είτε θα προσγειωθεί, είτε θα πέσει από τον γκρεμό, είτε θα συγκρουστεί σε τοίχο. Τρίτον, αν επιβιώσεις από όλες αυτές τις συνθήκες και καταφέρεις να κατεβείς σώος από το αεροπλάνο, το «ωστικό κύμα» της απότομης παρουσίας σε υψόμετρο σχεδόν 3.000m, θα σου δημιουργήσει μια αδιανόητη και πολύωρη ζαλάδα, που όμοιά της δεν έχεις ξανανιώσει ποτέ, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει απίστευτα τις συνθήκες του trekking, το οποίο ξεκινά απευθείας μετά την προσγείωση.
Αναφορικά με πώς το βίωσα εγώ, αρκεί να σας πω ότι μιλάμε με έναν υψοφοβικό-ακροφοβικό άνθρωπο, ο οποίος ήδη νιώθει εξαιρετικά αμήχανα με τις συνηθισμένες, συμβατικές, ευρωπαϊκές αεροπορικές πτήσεις –οπότε, καταλαβαίνετε. Θυμήθηκα μέχρι τελευταίας συλλαβής, το «Πάτερ ημών», που είχα να το πω από την τρίτη δημοτικού. Τα κατάφερα, όμως, και μάλιστα δύο φορές σε 10 μέρες. Κι αυτό είναι το σημαντικό –ότι έναν φόβο τον ξεπερνάς πραγματικά, μονάχα, όταν τον αντιμετωπίσεις ευθέως. Και αυτό το ταξίδι, με βοήθησε να «δαμάσω» αρκετούς.
– Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της πτήσης; Θα το επιχειρούσατε ξανά;
Όλο το ταξίδι, θα επιχειρούσα ξανά, όχι μόνο την πτήση αυτή. Όλο το ταξίδι από την αρχή ως το τέλος, με όλα τα λάθη και όλα τα σωστά που έκανα πράξη. Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της ερώτησης, δύο ήταν τα πιο δύσκολα κομμάτια της πτήσης, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, μάλιστα. Το πρώτο, ήταν ο λεγόμενος «φόβος του φόβου», που είχα διαβάσει και σε ένα βιβλίο του Irvin Yalom, δηλαδή η προδιαγεγραμμένη προσομοίωση παρουσίας του εαυτού σου σε μια πραγματικότητα που τον αφοπλίζει, σε βαθμό που να μην μπορεί να απολαύσει τα όμορφα κομμάτια της ίδιας της πραγματικότητας αυτής. Και το δεύτερο, η στιγμή της προσγείωσης της πτήσης αυτής στην επιστροφή μας στο Κατμαντού, στιγμή κατά την οποία συνειδητοποίησα ότι ολοκληρώθηκε η εμπειρία μου στο «βουνό των βουνών». Ότι ολοκληρώθηκε αυτό το «ταξίδι ζωής» στα Ιμαλάια, που είτε ως επιβάτη αεροπλάνου, είτε ως ορειβάτη, είτε ως απλό περιπατητή της ζωής, με έφερε στα όρια της ψυχικής και σωματικής μου υπόστασης… Και θα τα ευγνωμονώ πάντα γι’ αυτό.
Σας ευχαριστώ κι εσάς για την ευκαιρία της συνέντευξης αυτής, όπως και τον κόσμο που κρατήθηκε και τη διαβάζει μέχρι και αυτήν εδώ την τελεία.