Εκτεταμένες καθυστερήσεις στις πτήσεις στην Ευρώπη κατέγραψε αυτό το καλοκαίρι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας, Eurocontrol.

Ειδικότερα, περισσότερο από το ένα τρίτο των πτήσεων καθυστέρησαν περισσότερο από 15 λεπτά κατά την άφιξη. Η κίνηση αυξήθηκε κατά 5% σε σχέση με τα επίπεδα του 2023. Οι καθυστερήσεις ήταν «πολύ μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες» αναφέρει το Eurocontrol, με μέσο όρο πάνω από 21 λεπτά. Η ακρίβεια κατά την περίοδο της καλοκαιρινής αιχμής παρέμεινε κοντά στα χειρότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί τα τελευταία 20 χρόνια, τονίζει ο Οργανισμός.

Η διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας συνέβαλε σε αυτό, με καθυστερήσεις κατά τη διαδρομή 4,6 λεπτών ανά πτήση, αύξηση 52% σε σχέση με το 2023 και τη δεύτερη χειρότερη χρονιά στην ιστορία, σύμφωνα με τον απολογισμό του καλοκαιριού.

Η κακή επίδοση αποδόθηκε σε συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.

Ορισμένοι πάροχοι υπηρεσιών αεροναυτιλίας, εξάλλου, δεν παρείχαν τη χωρητικότητα που είχαν αρχικά δεσμευτεί κατά την προετοιμασία για το καλοκαίρι.

Υπήρξε επίσης «απροσδόκητα» υψηλή αύξηση της κυκλοφορίας σε ορισμένες περιοχές, συχνές κακές καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και μεγάλος όγκος πτήσεων που δεν τηρούσαν τα αρχικά τους σχέδια πτήσεων.

Κατά μέσο όρο 34.042 πτήσεις την ημέρα καταγράφηκαν κατά την την περίοδο αιχμής Ιουνίου-Αυγούστου, σημειώνοντας αύξηση 4,8% από έτος σε έτος.

Η πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση για τις ευρωπαϊκές τάσεις της αεροπορίας του Eurocontrol σημειώνει: «Αν και η κίνηση ήταν ακόμα 2,6% κάτω από το καλοκαίρι του 2019, πολλοί παράγοντες άλλαξαν ουσιαστικά την κατανομή της κυκλοφορίας στο δίκτυο, με πολλά κέντρα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας να αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κυκλοφορίας. Οι παραδοσιακοί προορισμοί διακοπών στη νότια Ευρώπη είχαν μεγάλη ζήτηση. Στα νοτιοανατολικά αυτό επιδεινώθηκε από τις αλλαγές στην εναέρια κυκλοφορία λόγω τη εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία καθώς και των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή.

Το Eurocontrol υπογραμμίζει: «Μετά από το 2025, απαιτείται μια βαθύτερη διαρθρωτική μεταρρύθμιση για να αντιμετωπίσουμε μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες προκλήσεις, όπως η αναμενόμενη αύξηση της κυκλοφορίας και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής».