Ο ιός Keylogger «χτύπησε» τους υπολογιστές της αεροπορικής βάσης Κριτς στη Νεβάδα, από όπου ελέγχονται τα UAV που επιχειρούν στο Αφγανιστάν, επαναφέροντας στο προσκήνιο προβληματισμούς σχετικά με τη χρήση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Το χείριστο δυνατό σενάριο θυμίζει επιστημονική φαντασία, τύπου «Εξολοθρευτή», «Matrix» και «Battlestar Galactica» : οι μηχανές επαναστατούν εναντίον του Ανθρώπου και στρέφουν εναντίον του τα ρομποτικά οπλικά συστήματα τα οποία κυριαρχούν στους στρατούς του κόσμου. Ωστόσο, αν και αυτή τη στιγμή φαντάζει μάλλον ακραίο, σαφώς και είναι κάτι που έρχεται στο μυαλό όταν γίνονται γνωστά περιστατικά όπως αυτό της μόλυνσης από τον ιό Keylogger των δικτύων που χρησιμοποιούν οι πιλότοι της αεροπορικής βάσης Κριτς (Νεβάδα), οι οποίοι και ελέγχουν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Predator και Reaper που επιχειρούν στο Αφγανιστάν.
Ο συγκεκριμένος ιός ανιχνεύει τα πλήκτρα που πατά ο χρήστης ενός πληκτρολογίου. Σύμφωνα με το περιοδικό Wired, οι απόπειρες εκκαθάρισης των δικτύων μέχρι τώρα ήταν ανεπιτυχείς. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αναφορές περί κλοπής δεδομένων ή παρεμπόδισης των αποστολών, ενώ οι ειδικοί του αμερικανικού στρατού δεν είναι σε θέση να εξακριβώσουν εάν επρόκειτο για κάτι τυχαίο ή για στοχευμένη επίθεση.
Η αμερικανική αεροπορία ανακοίνωσε πως δεν πρόκειται να συζητήσει το θέμα των απειλών προς τα δίκτυά της, καθώς αυτό θα βοηθούσε τους χάκερ να βελτιώσουν τις τακτικές τους.Ο Keylogger χρησιμοποιείται κυρίως για την κλοπή κωδικών (passwords υπολογιστών, αριθμοί πιστωτικών καρτών και τραπεζικών λογαριασμών, PIN κ.ο.κ).
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θεωρούνται από πολλούς αναλυτές ως το μέλλον της πολεμικής αεροπορίας, άποψη την οποία ενισχύει ο πρόσφατος θάνατος του Ανβάρ αλ Αουλάκι και αρκετών άλλων υψηλόβαθμων στελεχών της Αλ Κάιντα μετά από πυραυλική επίθεση UAV. Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις χρησιμοποιούν ευρέως σε Αφγανιστάν, Πακιστάν, Υεμένη, Λιβύη και Σομαλία τα UAV (Unmanned Air Vehicle), τα οποία έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματκά.
Τα Predator MQ-1 και Reaper MQ-9 είναι εξοπλισμένα με εξελιγμένους αισθητήρες, βλήματα Hellfire και «έξυπνες βόμβες». Περιπολούν στους ουρανούς των εμπόλεμων ζωνών και προχωρούν σε ακριβή πλήγματα εναντίον των εχθρικών δυνάμεων- στην περίπτωση της Λιβύης, η χρήση τους καθόρισε την τελική έκβαση της αεροπορικής εκστρατείας του ΝΑΤΟ κατά των δυνάμεων του Καντάφι.
Από το 2005 μέχρι σήμερα, οι περιπολίες των UAV έχουν αυξηθεί κατά 1.200%. Πλέον, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη των ΗΠΑ «γράφουν» περισσότερες ώρες πτήσης σε θέατρα επιχειρήσεων από ό,τι τα «συμβατικά», επανδρωμένα πολεμικά αεροσκάφη, και όλο και περισσότεροι πιλότοι εκπαιδεύονται στον τηλεχειρισμό τους. Αξίζει να σημειωθεί πως, παρά το γενικότερο «κλίμα» περικοπών στα αμυντικά προγράμματα των ΗΠΑ πέρυσι, κανείς δεν «άγγιξε» τα μη επανδρωμένα, μετά από παρέμβαση του ίδιου του υπουργού Άμυνας. Δυνατότητες όπως ενός Reaper, που μπορεί να μένει στον αέρα 24 ώρες, παρατηρώντας ανθρώπινη δραστηριότητα από μίλια μακριά και μεταδίδοντας βίντεο σε πραγματικό χρόνο στους χειριστές του καθιστούν τα UAV όπλο- κλειδί στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα.
Εάν το μέλλον όντως ανήκει στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τότε ο κόσμος θα βιώσει μία πραγματική επανάσταση στον τρόπο διεξαγωγής πολέμου, καθώς, σε συνδυασμό με δεδομένα όπως την άνοδο της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας και του Ιράν, οι «κανόνες» αλλάζουν. Εκτός από τις ΗΠΑ, και πολλές άλλες χώρες του δυτικού κόσμου στρέφονται στα UAV, όπως η Βρετανία, η Ιταλία και το Ισραήλ.
Κάποια UAV είναι μεγάλα, όπως το RQ-4A Global Hawk: πρόκειται για ένα αεριωθούμενο κατασκοπευτικό παντός καιρού, το οποίο κοστίζει περισσότερο από ένα F-18, μπορεί να παρατηρεί 53.000 τετραγωνικά μίλια εδάφους την ημέρα και έχει πετάξει από τις ΗΠΑ ως την Αυστραλία χωρίς ανεφοδιασμό. Κάποια άλλα έχουν μέγεθος εντόμου, με στόχο τη διείσδυση σε «δύσκολους» στόχους, ενώ αυτά που χρησιμοποιούνται από τις χερσαίες δυνάμεις θυμίζουν αερομοντελισμό. Πριν από δύο χρόνια, η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ εξέταζε το ενδεχόμενο ενοποίησής τους σε ένα δίκτυο, κάτι που θα τα καθιστούσε πιο ευέλικτα ως προς τους ρόλους που θα μπορούσαν να αναλαμβάνουν- από αεράμυνα μέχρι προσβολές στόχων, καταστολή εχθρικής αεράμυνας κ.α.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης, που θεωρείται δεδομένο πως θα χρησιμοποιείται στα μελλοντικά UAV, δίνοντάς τους ακόμη μεγαλύτερη αυτονομία- και δυνατότητα λήψης αποφάσεων, όπως τη χρήση θανάσιμης βίας. Θεωρείται ότι σε 30 χρόνια θα είναι εφικτό να «προικιστούν» τα μη επανδρωμένα με τεχνητή νοημοσύνη που θα τους δίνει πρακτικά όλες τις δυνατότητες ενός επανδρωμένου- και ακόμη περισσότερες.
Η αρχική ιδέα για τα UAV ήταν η ανάληψη αποστολών πολύ επικίνδυνων ή πολύ καταπονητικών για τον άνθρωπο, όπως η ανίχνευση εγκαταστάσεων αεράμυνας ή η συνεχής παρακολούθηση ενός στόχου. Τα χτυπήματά τους γενικά είναι πιο ακριβή, και οδηγούν σε μικρότερες απώλειες αμάχων, ενώ η εκπαίδευση των χειριστών τους κοστίζει πολύ λιγότερο. Ωστόσο, το μεγάλο τους πλεονέκτημα έχει να κάνει με την εξέλιξη εν δυνάμει ανταγωνιστικών στρατιωτικά χωρών, όπως η Κίνα, που αναπτύσσουν εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα, ικανά να απειλήσουν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα: το «αντίμετρο» το οποίο προτάθηκε για τους κινεζικούς ASBM (Anti Ship Ballistic Missiles- βαλλιστικοί πύραυλοι κατά αεροπλανοφόρων) ήταν η ανάπτυξη UAV ειδικών για χρήση από το πολεμικό ναυτικό, με τεράστια ακτίνα δράσης- διασφαλίζοντας έτσι ότι τα πολύτιμα αεροπλανοφόρα του αμερικανικού ναυτικού θα μείνουν εκτός της εμβέλειας των εχθρικών πυραύλων.
Η απουσία πληρώματος συνεπάγεται μεγάλα πλεονεκτήματα για ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος: μικρότερο μέγεθος, ανάγκη για μικρότερο αποθηκευτικό χώρο, καλύτερα stealth χαρακτηριστικά και ικανότητα για ελιγμούς τους οποίους δεν θα μπορούσε να αντέξει πιλότος στο κόκπιτ. Ωστόσο, υπάρχουν σαφώς και μειονεκτήματα: για τον έλεγχό τους είναι απαραίτητη η ύπαρξη σταθερών και ασφαλών τηλεπικοινωνιών, οι οποίες και αποτελούν πρωτεύοντα στόχο για κάθε αντίπαλο (μέσω παρεμβολών ή και άμεσων πληγμάτων). Επίσης, κάτι που αποτελεί πρόβλημα είναι το latency- η μικρή καθυστέρηση μεταξύ της εντολής που δίνει ο πιλότος από τη βάση και της ανταπόκρισης του αεροσκάφους, που οδήγησε σε μεγάλο αριθμό απωλειών στη Σερβία, όπου η αεράμυνα διέθετε μεγάλο αριθμό αντιαεροπορικών πυραύλων, ακόμη και αν αυτοί ήταν παλαιάς, σοβιετικής κατασκευής.
Ακόμη, δεν θα έπρεπε να παραβλέπεται το ηθικό θέμα: κατά πόσον ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα χρήσης θανάσιμης βίας βασιζόμενο απλά και μόνο στην κρίση μιας τεχνητής νοημοσύνης- εάν ακολουθηθεί αυτό το «μονοπάτι» και παραγκωνιστεί η επιλογή των πιλότων- τηλεχειριστών (σημειωτέον, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις διερευνούν τις δυνατότητες ταυτόχρονου ελέγχου πολλαπλών UAV από τον ίδιο πιλότο).
Σε συνέντευξή του στο Jane’s Defence Weekly, ο Ντέηβιντ Ντέπτουλα, απόστρατος της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ και μέχρι πρόσφατα επικεφαλής των επιχειρήσεων συλλογής πληροφοριών, σχολιάζει ότι «η τεχνολογία μπορεί να μας πάει αρκετά μακριά, αλλά θα είναι η πολιτική που θα θέσει περιορισμούς». Από πλευράς του, ο Πίτερ Σίνγκερ, διευθυντής του 21st Century Defence Initiative (Brookings Institution), μιλώντας στο Armed Forces Journal θεωρεί δεδομένο ότι τα UAV είναι το μέλλον: «δύσκολες συνθήκες χρηματοδότησης, οι περιορισμοί της πρώτης γενεάς και η αξιοπιστία των γνώριμων μοντέλων είναι συχνά εμπόδια στην αλλαγή, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι δεν επαρκούν για να σταματήσουν την έλευση του μέλλοντος».