Η Ένωση Ξενοδόχων Μεσσηνίας ζητεί την έμπρακτη, ουσιαστική και χωρίς διακρίσεις στήριξη της Πολιτείας στη μικρομεσαία ξενοδοχειακή επιχειρηματικότητα που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών Ξενοδοχείων.
Με την ευκαιρία της συμμετοχής στην έκθεση τουρισμού “Philoxenia” στη Θεσσαλονίκη, ο Πρόεδρος της Ένωσης Δημήτρης Καραλής, έθεσε και πάλι σειρά ζητημάτων που έχουν κατά καιρούς αναδειχθεί και τα οποία, όπως τόνισε, χρήζουν άμεσης ρύθμισης και διόρθωσης.
Ειδικότερα, ανέδειξε την υστέρηση σε πληρότητες και έσοδα που παρουσιάζει η Μεσσηνία, καθώς και η Πελοπόννησος γενικότερα, σε σχέση με άλλους περισσότερο προβεβλημένους τουριστικούς προορισμούς, με τα ξενοδοχεία στην περιοχή να μην υπερβαίνουν σε πληρότητες το 50%. Η δε πρόσκαιρη αύξηση κατά 14% σε σχέση με το 2023 δεν μπόρεσε να καλύψει τη ζημιά από την κατά 23% μείωση της προηγούμενης χρονιάς. Και όλα αυτά, μετά την «καταιγίδα» των βραχυχρόνιων μισθώσεων που, όπως φάνηκε και από την ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, δεν υπάρχει σαφής κυβερνητική βούληση για την οριστική και με συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπιση ενός προβλήματος που λειτουργεί παρασιτικά σε βάρος των νομίμως λειτουργούντων ξενοδοχείων.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, στην πενταετία 2019-2023 οι κλίνες της βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξήθηκαν κατά 100%, όταν οι κλίνες των ξενοδοχειακών μονάδων μόλις κατά 3,5%. Δεν είναι όμως το μοναδικό «βαρίδι» που υφιστάμεθα. Η αύξηση του τέλους Παρεπιδημούντων, οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, η αύξηση των τελών ανθεκτικότητας, η εξαίρεση των επιδοτήσεων των μικρών ξενοδοχείων που λειτουργούν το χειμώνα για την ενεργειακή τους κάλυψη και το υψηλό κόστος στελέχωσης των ξενοδοχείων μας, συγκροτούν ένα ασφυκτικό κλοιό από τον οποίο είναι αβέβαιο το πώς θα απαγκιστρωθούμε. Και όλα αυτά, σε ένα περιβάλλον, όπως της Μεσσηνίας και της Πελοποννήσου γενικότερα, που ενώ διαθέτει όλα τα ικανά στοιχεία προσέλκυσης επισκεπτών χάρη στην ποικιλομορφία του τουριστικού προϊόντος, στερείται βασικών έργων υποδομής που ακολουθούν ρυθμούς χελώνας στην υλοποίησή τους. Έχουμε επανειλημμένα θέσει το θέμα της επέκτασης και του εκσυγχρονισμού του αεροδρομίου Καλαμάτας, της ελλιπούς σύνδεσης με Κρήτη και Θεσσαλονίκη και, βέβαια, της ολοκλήρωσης του οδικού άξονα Καλαμάτας – Ριζόμυλου – Πύλου – Μεθώνης και του υπολειπόμενου τμήματος Πύργου-Τσακώνας που συναγωνίζονται σε αποτελεσματικότητα το «γεφύρι της Άρτας».
Όπως δε, αποτυπώθηκε στο 3ο Περιφερειακό Συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων που πραγματοποιήθηκε στην Ζάκυνθο, τα μεγαλύτερα αγκάθια για τον ξενοδοχειακό κλάδο είναι η έλλειψη σημαντικών τουριστικών υποδομών (οδικοί άξονες, αεροδρόμια και λιμάνια, ύδρευση κ.ά) την ώρα που νέες φορολογικές επιβαρύνσεις τίθενται σε ισχύ από την ερχόμενη χρονιά (άνοδος του τέλους για την κλιματική αλλαγή – σε 203 εκατ. ευρώ υπολογίζονται τα έσοδα το 2025 σύμφωνα με το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής – και του τέλους παρεπιδημούντων), η εκρηκτική άνοδος των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, η αύξηση του λειτουργικού κόστους, αλλά και η έλλειψη προσωπικού.
Είναι σαφές ότι, για άγνωστους σε εμάς λόγους, υπάρχει μια διαπιστούμενη απαξίωση του ξενοδοχειακού κλάδου εκ μέρους της κυβέρνησης, ιδιαίτερα προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ένας δε, επί πλέον λόγος που ενισχύει αυτή την πεποίθηση είναι και η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τον προϋπολογισμό του καθεστώτος «Ενίσχυση Τουριστικών Επενδύσεων» Ν. 4887/2022, που πλήττει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα.
Όπως μάλιστα έχει επισημανθεί από συναδέλφους ξενοδόχους, ακόμα και οι αιτήσεις που είχαν λάβει ήδη προέγκριση και θεωρούνταν έτοιμες για χρηματοδότηση, απορρίπτονται λόγω αυτής της μείωσης του προϋπολογισμού, αφήνοντας πολλές επιχειρήσεις εκτός των προγραμμάτων ενίσχυσης. Το αποτέλεσμα είναι, πολλοί επιχειρηματίες σε όλες τις περιοχές της χώρας να βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με τη ματαίωση των σχεδίων τους και την οικονομική ασφυξία. Και όλα αυτά την ίδια στιγμή που τα μικρομεσαία ξενοδοχεία δεν έχουν λάβει την παραμικρή ενίσχυση από το Ταμείο Ανθεκτικότητας».
Τέλος επισημαίνουμε ότι δεν ζητάμε ειδική, αλλά δίκαιη μεταχείριση. Να λάβουμε, δηλαδή, το μερίδιο που μας αναλογεί. Γιατί το δικό μας μερίδιο συνεισφοράς στην τουριστική ανάπτυξη είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με όσα μας παρέχονται, κυρίως επειδή, προφανώς, δεν έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος της προσφοράς μας στην εθνική οικονομία. Είναι προφανές ότι χρειάζεται προσαρμογή στα νέα δεδομένα που ακολούθησαν την πανδημία. Το έδειξαν και τα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία, σε επίπεδο χώρας, μετά τον Ιούλιο που οι τουριστικές εισπράξεις ήταν μειωμένες κατά 4,2% έναντι του Ιουλίου του 2023 αν και οι αφίξεις κινήθηκαν ανοδικά κατά 4,1%, ακολούθησε και ο Αύγουστος με μείωση των εσόδων κατά 1,8% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, παρά την άνοδο των αφίξεων κατά 6,6%. Σε αυτή τη συγκυρία δεν μπορούμε να αφεθούμε στην τύχη μας. Ας υπάρξει, επιτέλους, σχέδιο και ας αποφασίσει κάποιος από την κυβέρνηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση να σκύψει το κεφάλι σε όσους κρατούν ψηλά τη σημαία του ελληνικού τουρισμού».